αβολιδοσκόπητος, -η

αβολιδοσκόπητος, -η
-ο εκείνος που δεν έχει βολιδοσκοπηθεί, ρωτηθεί για τις διαθέσεις του.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αβολιδοσκόπητος — η, ο [βολιδοσκοπώ] 1. αυτός που δεν βυθομετρήθηκε με βολίδα, ο πολύ βαθύς 2. μτφ. αυτός που οι διαθέσεις και οι σκέψεις του δεν έχουν διερευνηθεί, εξακριβωθεί …   Dictionary of Greek

  • αβόλιστος — η, ο [βολίζω] αβολιδοσκόπητος, αβυθομέτρητος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”